Οι αρπαγές πολιτιστικών θησαυρών δεν αποτελούν γνώρισμα των καιρών μας. Εχουν μεγάλη προϊστορία και είναι πολύ γνωστές και στον ελληνικό χώρο. Ο Ξέρξης, π.χ., κατά τη γνωστή εκστρατεία του, μετέφερε στην Περσία ορισμένα αγάλματα με πολιτική ή θρησκευτική σημασία, για να τον ακολουθήσουν αργότερα, με ξέφρενους ρυθμούς, οι ρωμαίοι κατακτητές. Τα κρούσματα λεηλασίας καλλιτεχνημάτων είναι διαχρονικά και παγκόσμια. Εντελώς πρόσφατα έγιναν στη Ρώμη και στη Μόσχα δύο σχετικές εκθέσεις. Στην πρώτη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Νόστοι», εκτέθηκαν δεκάδες επαναπατρισθέντες στην Ιταλία αρχαιότητες, που είχαν φυγαδευθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω της αρχαιοκαπηλίας. Στη δεύτερη παρουσιάστηκαν αρχαία που είχαν αποσπάσει από τα κρατικά μουσεία του Βερολίνου τα ρωσικά στρατεύματα, όταν κατέλαβαν το 1944 την πόλη. Οι Ρώσοι μάλιστα, θέλοντας να αποθαρρύνουν κάθε κίνηση για τυχόν επαναπατρισμό τους, κατέστησαν σαφές ότι τα αντικείμενα αυτά δεν πρόκειται να επιστραφούν. Τα θεωρούν ένα είδος αποζημίωσης, και μάλιστα ελάχιστης, για το αίμα που έχυσαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμ
Επειδή πριν μερικές ημέρες ήταν η επέτειος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους οθωμανούς, θα αναφερθώ σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς με τους οποίους διάφοροι βυζαντινοί αυτοκράτορες, με πρώτο και καλύτερο τον Μέγα Κωνσταντίνο, «στόλισαν» τη Βασιλεύουσα, αφαιρώντας τους από διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας. Η τελευταία μαρτυρημένη τέτοια «αρπαγή» σχετίζεται με τον αυτοκράτορα Κώνσταντα Β'. Το 663, επισκεπτόμενος τη Ρώμη, αφαίρεσε από την «Αιώνια Πόλη» διάφορα καλλιτεχνήματα, ανάμεσά τους και ορειχάλκινα κεραμίδια από το Πάνθεον. Το φορτίο όμως αυτό ποτέ δεν έφτασε στην Πόλη, καθώς έπεσε στα χέρια των Αράβων.
Ορισμένα κτίσματα της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηρισθούν γλυπτοθήκες αρχαίας πλαστικής, όπως, π.χ., ο Ιππόδρομος. Εδώ υπήρχε πλήθος αγαλμάτων, ανάμεσά τους και το χάλκινο τμήμα του τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Ελληνες στους Δελφούς για τη νίκη τους στις Πλαταιές εναντίον των Περσών. Ακόμη υπήρχαν αγάλματα Διοσκούρων, ένας χάλκινος Ηρακλής του Λυσίππου, ένα ξεχωριστό τέθριππο, που μερικοί το ταυτίζουν με αυτό που βρίσκεται σήμερα στην πρόσοψη της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο, λεία των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη κατά την άλωσή της το 1204, το «άρπαξε» με τη σειρά του ο Ναπολέων για να διακοσμήσει μια θριαμβευτική αψίδα στο Παρίσι, αλλά επιστράφηκε και πάλι στη Βενετία. Σημαντικές αρχαιότητες υπήρχαν και στη Σύγκλητο του Αυγουσταίου, όπως μπρούντζινα ανάγλυφα που απεικόνιζαν τη μάχη των αρχαίων θεών εναντίον των Γιγάντων, αγάλματα των Μουσών του Ελικώνα, αλλά και της Αρτεμης, της Αφροδίτης, της Λινδίας Αθηνάς και του Δωδωναίου Δία. Τα δύο τελευταία μάλιστα διασώθηκαν με θαυμαστό τρόπο κατά την πυρπόληση του κτιρίου το 404, πιθανόν από οπαδούς του Ιωάννη Χρυσοστόμου, και αυτό για τους πιστούς της αρχαίας θρησκείας σήμαινε ότι οι θεοί τους ήταν ακόμη ζωντανοί. Στις Θέρμες του Ζευξίππου μπορούσε να δει κανείς δεκάδες μπρούντζινα αγάλματα θεών, ηρώων και επωνύμων ανδρών του αρχαίου κόσμου. Βρέθηκαν σε ανασκαφές οι ενεπίγραφες βάσεις δύο εξ αυτών: της Εκάβης και του Αισχίνη. Ενας αξιωματούχος της εποχής του Θεοδοσίου Β' είχε συγκεντρώσει στο μέγαρό του, γνωστό ως Παλάτι του Λαύσου από το όνομά του, πληθώρα αγαλμάτων της αρχαίας τέχνης, ανάμεσά τους και δημιουργίες περίφημων καλλιτεχνών της αρχαιότητας. Ξεχώριζαν ο χρυσελεφάντινος Δίας του Φειδία από την Ολυμπία, η Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη, ο φτερωτός Καιρός του Λυσίππου.
Εχει απασχολήσει τους ειδικούς το ερώτημα πώς οι θεοί της αρχαίας θρησκείας συνυπήρξαν με τους χριστιανούς κατοίκους της Βασιλεύουσας. Γιατί είναι βέβαιο ότι αρχαία αγάλματα επέζησαν ως το τέλος της αυτοκρατορίας παρά τις συχνές καταστροφές τους από πυρκαϊές, σεισμούς, στάσεις, λεηλασίες, βανδαλισμούς. Τα χάλκινα φίδια, π.χ., από τον τρίποδα-ανάθημα των Ελλήνων στους Δελφούς που μνημονεύσαμε παραπάνω, διασώζονται ως τις ημέρες μας. Ξέρουμε επίσης ότι στη Χρυσή Πύλη υπήρχαν ως τον 18ο αι. δώδεκα ανάγλυφες πλάκες με παραστάσεις - εκτός των άλλων - άθλων του Ηρακλή, από τις οποίες έχουν βρεθεί λιγοστά σπαράγματα. Θα ήταν απλοϊκή γενίκευση όλα αυτά τα παγανιστικά έργα να θεωρούνται απλώς διακοσμητικά, ενώ αφελής είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η δημόσια έκθεσή τους απέβλεπε στον χλευασμό της παλιάς θρησκείας. Σε κάποιες περιπτώσεις η ανίδρυση αρχαίων αγαλμάτων εντασσόταν στην πολιτική των αυτοκρατόρων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η «διακόσμηση», π.χ., της Συγκλήτου με μια σειρά «εικόνων» του αρχαίου κόσμου στα πρώτα χρόνια ζωής της νέας πρωτεύουσας, όταν οι ειδωλολάτρες είχαν ακόμη μια ισχυρή παρουσία εδώ, αποσκοπούσε, χωρίς αμφιβολία, στη διατήρηση των δεσμών της αυτοκρατορίας με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Κάποια άλλα από τα «είδωλα» αυτά επέζησαν γιατί με το πέρασμα του χρόνου συνδέθηκαν με διάφορους θρύλους, συχνά σχετικούς και με την τύχη της πόλης ή επειδή θεωρήθηκαν ότι απεικόνιζαν χριστιανούς αγίους ή αξιωματούχους. Ετσι, π.χ., ένα άγαλμα με τρία κεφάλια και έξι χέρια, πιθανότατα του μυθικού Γηρυόνη, που βρισκόταν στη Σύγκλητο του Φόρουμ, στα μάτια του πολύ κόσμου απεικόνιζε τον Μέγα Κωνσταντίνο μαζί με τους δύο γιους του, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Επειδή πριν μερικές ημέρες ήταν η επέτειος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους οθωμανούς, θα αναφερθώ σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς με τους οποίους διάφοροι βυζαντινοί αυτοκράτορες, με πρώτο και καλύτερο τον Μέγα Κωνσταντίνο, «στόλισαν» τη Βασιλεύουσα, αφαιρώντας τους από διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας. Η τελευταία μαρτυρημένη τέτοια «αρπαγή» σχετίζεται με τον αυτοκράτορα Κώνσταντα Β'. Το 663, επισκεπτόμενος τη Ρώμη, αφαίρεσε από την «Αιώνια Πόλη» διάφορα καλλιτεχνήματα, ανάμεσά τους και ορειχάλκινα κεραμίδια από το Πάνθεον. Το φορτίο όμως αυτό ποτέ δεν έφτασε στην Πόλη, καθώς έπεσε στα χέρια των Αράβων.
Ορισμένα κτίσματα της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηρισθούν γλυπτοθήκες αρχαίας πλαστικής, όπως, π.χ., ο Ιππόδρομος. Εδώ υπήρχε πλήθος αγαλμάτων, ανάμεσά τους και το χάλκινο τμήμα του τρίποδα που είχαν αναθέσει οι Ελληνες στους Δελφούς για τη νίκη τους στις Πλαταιές εναντίον των Περσών. Ακόμη υπήρχαν αγάλματα Διοσκούρων, ένας χάλκινος Ηρακλής του Λυσίππου, ένα ξεχωριστό τέθριππο, που μερικοί το ταυτίζουν με αυτό που βρίσκεται σήμερα στην πρόσοψη της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο, λεία των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη κατά την άλωσή της το 1204, το «άρπαξε» με τη σειρά του ο Ναπολέων για να διακοσμήσει μια θριαμβευτική αψίδα στο Παρίσι, αλλά επιστράφηκε και πάλι στη Βενετία. Σημαντικές αρχαιότητες υπήρχαν και στη Σύγκλητο του Αυγουσταίου, όπως μπρούντζινα ανάγλυφα που απεικόνιζαν τη μάχη των αρχαίων θεών εναντίον των Γιγάντων, αγάλματα των Μουσών του Ελικώνα, αλλά και της Αρτεμης, της Αφροδίτης, της Λινδίας Αθηνάς και του Δωδωναίου Δία. Τα δύο τελευταία μάλιστα διασώθηκαν με θαυμαστό τρόπο κατά την πυρπόληση του κτιρίου το 404, πιθανόν από οπαδούς του Ιωάννη Χρυσοστόμου, και αυτό για τους πιστούς της αρχαίας θρησκείας σήμαινε ότι οι θεοί τους ήταν ακόμη ζωντανοί. Στις Θέρμες του Ζευξίππου μπορούσε να δει κανείς δεκάδες μπρούντζινα αγάλματα θεών, ηρώων και επωνύμων ανδρών του αρχαίου κόσμου. Βρέθηκαν σε ανασκαφές οι ενεπίγραφες βάσεις δύο εξ αυτών: της Εκάβης και του Αισχίνη. Ενας αξιωματούχος της εποχής του Θεοδοσίου Β' είχε συγκεντρώσει στο μέγαρό του, γνωστό ως Παλάτι του Λαύσου από το όνομά του, πληθώρα αγαλμάτων της αρχαίας τέχνης, ανάμεσά τους και δημιουργίες περίφημων καλλιτεχνών της αρχαιότητας. Ξεχώριζαν ο χρυσελεφάντινος Δίας του Φειδία από την Ολυμπία, η Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη, ο φτερωτός Καιρός του Λυσίππου.
Εχει απασχολήσει τους ειδικούς το ερώτημα πώς οι θεοί της αρχαίας θρησκείας συνυπήρξαν με τους χριστιανούς κατοίκους της Βασιλεύουσας. Γιατί είναι βέβαιο ότι αρχαία αγάλματα επέζησαν ως το τέλος της αυτοκρατορίας παρά τις συχνές καταστροφές τους από πυρκαϊές, σεισμούς, στάσεις, λεηλασίες, βανδαλισμούς. Τα χάλκινα φίδια, π.χ., από τον τρίποδα-ανάθημα των Ελλήνων στους Δελφούς που μνημονεύσαμε παραπάνω, διασώζονται ως τις ημέρες μας. Ξέρουμε επίσης ότι στη Χρυσή Πύλη υπήρχαν ως τον 18ο αι. δώδεκα ανάγλυφες πλάκες με παραστάσεις - εκτός των άλλων - άθλων του Ηρακλή, από τις οποίες έχουν βρεθεί λιγοστά σπαράγματα. Θα ήταν απλοϊκή γενίκευση όλα αυτά τα παγανιστικά έργα να θεωρούνται απλώς διακοσμητικά, ενώ αφελής είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η δημόσια έκθεσή τους απέβλεπε στον χλευασμό της παλιάς θρησκείας. Σε κάποιες περιπτώσεις η ανίδρυση αρχαίων αγαλμάτων εντασσόταν στην πολιτική των αυτοκρατόρων σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η «διακόσμηση», π.χ., της Συγκλήτου με μια σειρά «εικόνων» του αρχαίου κόσμου στα πρώτα χρόνια ζωής της νέας πρωτεύουσας, όταν οι ειδωλολάτρες είχαν ακόμη μια ισχυρή παρουσία εδώ, αποσκοπούσε, χωρίς αμφιβολία, στη διατήρηση των δεσμών της αυτοκρατορίας με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Κάποια άλλα από τα «είδωλα» αυτά επέζησαν γιατί με το πέρασμα του χρόνου συνδέθηκαν με διάφορους θρύλους, συχνά σχετικούς και με την τύχη της πόλης ή επειδή θεωρήθηκαν ότι απεικόνιζαν χριστιανούς αγίους ή αξιωματούχους. Ετσι, π.χ., ένα άγαλμα με τρία κεφάλια και έξι χέρια, πιθανότατα του μυθικού Γηρυόνη, που βρισκόταν στη Σύγκλητο του Φόρουμ, στα μάτια του πολύ κόσμου απεικόνιζε τον Μέγα Κωνσταντίνο μαζί με τους δύο γιους του, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.