Monday, December 2, 2013

Tρεις εκδότες έκαναν μια συστηματική προ­σπάθεια να εκδώσουν την Αρχαία Ελληνι­κή Γραμματεία

Στα 182 χρόνια νεοελληνικού βίου μόνον τρεις εκδότες έκαναν μια συστηματική προ­σπάθεια να εκδώσουν την Αρχαία Ελληνι­κή Γραμματεία. Πρώτος ξεκίνησε ο «Πάπυ­ρος» το 1936 και αμέσως μετά οι εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» το 1937. Μέχρι τη μέρα που σταμάτησαν εξέδωσαν 182 τίτλους ο πρώτος και 127 τίτλους ο δεύτερος. Η τρίτη προ­σπάθεια άρχισε τον Ιούνιο του 1991 από τον εκδοτι­κό οίκο «Κάκτο». Ο εκδό­της Οδυσσέας Χατζόπου­λος ήταν ο άνθρωπος που είχε την τόλμη να επιχειρήσει να βγάλει τα 2.400 σωζόμενα έργα της Αρχαί­ας Ελληνικής Γραμματεί­ας. Μέχρι το φθινόπωρο του 2003 έχει κατα­φέρει να εκδώσει 618 τίτλους ξεπερνώντας κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οπως σημει­ώνει, χαρακτηριστικά, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς να προτιμάει τα δημοφιλή, τα ευπώλητα, τόλμησε να μεταφράσει και να σχο­λιάσει δεκάδες ανέκδοτα στη νέα ελληνι­κή και άγνωστα στη βιβλιογραφία ελληνι­κά και ελληνιστικά κείμενα. Ποιος, π.χ. γνώριζε, έξω από δύο τρεις ιστορικούς της Ιατρικής, τον αρχαίο ιατρό Σωρανό και το έργο του;».
Η όλη προσπάθεια ξεκίνησε σε μια περίο­δο που υπήρξε πτώση των κλασικών ελλη­νικών σπουδών. Παρ' όλα αυτά, επειδή εξα­κολουθεί να υπάρχει μια ολόκληρη πανε­πιστημιακή βιομηχανία στα μεγάλα δυτικά κράτη γύρω από τις κλασικές σπουδές, εξα­κολουθούμε να βρίσκουμε ανάμεσα στους πλέον μεταφρασμένους διεθνώς συγγρα­φείς στον κόσμο τον Όμηρο, τον Πλάτω­να και τον Αριστοτέλη.

Ο Χατζόπουλος σ' αυτή τη δύσκολη περίο­δο προσπάθησε να εκδώσει τους «Έλλη­νες» με στρωτές μεταφράσεις στα εμπλου­τισμένα νέα ελληνικά. Παρά την κρατική αδιαφορία, η σειρά έδειξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πως μπορεί να περπατήσει. Βέβαια, χρειάζεται χρόνο και υποδομή. Χρειάζεται χρόνο για να εξοικειωθεί ο Νεο­έλληνας με την Αρχαία Γραμματεία. Nα ξεπεράσει τα φράγματα που του έστησαν ή που έστησε ο ίδιος απέναντι στο παρελθόν. Χρει­άζεται εκπαιδευτική υποδομή για να δημι­ουργηθεί το ενδιαφέρον και να θελήσει να γνωρίσει εκείνους που τόσο συχνά τον κάνουν περήφανο διεθνώς. Και για τους οποίους συχνά ξέρει από ελάχιστα μέχρι τίποτα. Χρειάζεται προσπάθεια για να ξεπεράσει τους «προοδευτικούς» εξτρεμισμούς που τον απέ­κοψαν άλλοτε για λόγους «διεθνισμού», «διεθνιστικής αλληλεγγύης» και μισαλλο­δοξίας με την ιστορική συνέχεια του. Σήμερα, εποχή φλύαρων κοσμικών ανιστόρητων μεταμοντέρνων πανεπιστημιακών, οι αρχαί­οι συγγραφείς, έστω και χωρίς βοήθεια, εξακολουθούν να έχουν ακόμα χιλιάδες αναγνώστες.

Μέχρι το 1991 οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν άγνωστοι ως σύνολο στη χώρα που έγραψαν και στην εξέλιξη της γλώσσας που δημιούργησαν. Ακόμα και τα τμήματα κλασικών σπουδών της Ελλάδας δεν είχαν γνώση του συνολικού έργου τους. Πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος του έργου τους είχαν μόνο μερικά μεγάλα δυτικά πανεπιστήμια και ορισμένες μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Συχνά. σπάνια έργα αρχαίων συγγραφέων αποκρύπτονταν ζηλότυπα. Έτσι. ακόμα και κείμενα που διασώθηκαν μέσα στο χρόνο έμοιαζαν χαμένα ανάμεσα στη σιωπή και την απόκρυψη.

Πρόκειται για μια ακραία πραγματικότητα που ανακαλεί στη μνήμη την υπόθεση από το περίφη­μο μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο με το χαμένο βιβλίο του Αριστοτέλη που έκρυβαν οι μεσαιωνικοί μοναχοί. Μόνον που δεν πρόκειται πια για μια μυθιστορηματική στιγμή που ανάγεται στο Μεσαίωνα, αλλά για μια πραγματικό­τητα που ανάγεται στα όρια του 21ου αιώνα. Ενδεικτικώς αναφέρουμε πως ξένη ιδιωτική βιβλιοθή­κη (αραβική) είχε μέχρι και δικαστική διαμάχη αναγκάζοντας τον «Κάκτο» στο τέλος να αποσύρει κείμενα του Διόφαντου που θεωρήθηκε πως της ανήκαν! Άγνοια, δυσκολία πρόσβασης, απόκρυψη, είναι σημαντικοί λόγοι, που ένα μεγάλο μέρος του έργου των αρχαίων Ελλήνων έχει βρεθεί στη σιω­πή ακόμα και στη χώρα τους.
Μέσα σε αυτό το αντιφατικό σκηνικό όπου άλλα έργα κυκλοφορούν, διδάσκονται και είναι πασί­γνωστα, εδώ και εκατονταετίες, άλλα μοιάζουν αγνοημένα σε ράφια δυτικών πανεπιστημίων και άλλα κρύβονται ζηλότυπα σε βιβλιοθήκες, έρχε­ται ο Χατζόπουλος και επιχειρεί μια σύνθεση όλων όσων υπάρχουν και μπορούν να βρεθούν από την αρχαία ελληνική σοφία. Πρόκειται για μια τερά­στια εκδοτική προσπάθεια αν σκεφτεί κανείς πως γίνεται από έναν ιδιώτη. Και. φυσικά, το κόστος της επένδυσης φτάνει μέχρι σήμερα στο τεράστιο ποσό των 5 δισ. δρχ. περίπου, ενώ έχει αποφέρει εισπρά­ξεις από τις πωλήσεις της τάξεως των 2.5 δισ. δρχ.
 

Οι αριθμοί της επένδυσης μοιάζουν απίστευτοι. Κι όμως. είναι πραγματικοί αν σκεφτεί κανείς τη μεγάλη διαφορά αυτής της έκδοσης από κάθε άλλο εκδοτικό εγχείρημα. Για παράδειγμα, αν για το νεοελληνικό κείμενο χρειάζονται 3-4 διορθώσεις, για τις διορθώσεις του αρχαίου ελληνικού κειμένου, όπως λέει ο εκδότης, μερικές φορές έχουν γίνει και 26 διορθώσεις. Ο λόγος είναι πως το αρχαίο κείμενο έχει περισσές δυσκολίες (πνεύματα, βαρεί­ες και οξείες κ.λπ.). Το αρχαίο κείμενο χρειάζεται μια μεγάλη υποστηρικτική προσπάθεια από την ώρα που θα βρεθεί και θα ξεκινήσει η διαδικασία της μετάφρασης, της επιμέλειας και του σχολια­σμού του (πραγματολογικού, ερμηνευτικού κ.λπ.) μέχρι την ώρα που θα φτάσει στο τυπογραφείο. Δεκάδες άνθρωποι, σύμφωνα με τα στοιχεία του εκδότη, εργάζονται συστηματικά και επί χρόνια για να πετύχει το εγχείρημα.
Από τους παραπάνω αριθμούς είναι προφανές πως το εγχείρημα του Χατζόπουλου ξεπερνά κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οι αριθμοί που παραθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ξαφνιάζουν. Και είναι μάλλον απίθανο να ξαναβρεθεί ιδιώτης για να χρη­ματοδοτήσει από την τσέπη του έναν τέτοιο εκδοτικό άθλο. Nα. ένας ακόμα σημαντικός λόγος που η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία δεν έχει περάσει ποτέ ολόκληρη μέχρι σήμερα στη νέα ελληνική.

Επιπλέον, εκείνο που κάνει το νεοελληνικό κρά­τος και τους λειτουργούς του να δείχνουν πολύ λίγο ενδιαφέρον για τους «Έλληνες» ανάγεται στην έλλειψη παιδείας μιας κοινωνίας που βγήκε από τα μεσαιωνικά σκότη της Τουρκοκρατίας.

No comments:

Post a Comment