Στα
182 χρόνια νεοελληνικού βίου μόνον τρεις εκδότες έκαναν μια συστηματική
προσπάθεια να εκδώσουν την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Πρώτος ξεκίνησε
ο «Πάπυρος» το 1936 και αμέσως μετά οι εκδόσεις «Ζαχαρόπουλος» το
1937. Μέχρι τη μέρα που σταμάτησαν εξέδωσαν 182 τίτλους ο πρώτος και 127
τίτλους ο δεύτερος. Η τρίτη προσπάθεια άρχισε τον Ιούνιο του 1991 από
τον εκδοτικό οίκο «Κάκτο». Ο εκδότης Οδυσσέας
Χατζόπουλος ήταν ο άνθρωπος που είχε την τόλμη να επιχειρήσει να
βγάλει τα 2.400 σωζόμενα έργα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Μέχρι
το φθινόπωρο του 2003 έχει καταφέρει να εκδώσει 618 τίτλους
ξεπερνώντας κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, ο
Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Χωρίς να κάνει διακρίσεις, χωρίς να προτιμάει
τα δημοφιλή, τα ευπώλητα, τόλμησε να μεταφράσει και να σχολιάσει
δεκάδες ανέκδοτα στη νέα ελληνική και άγνωστα στη βιβλιογραφία
ελληνικά και ελληνιστικά κείμενα. Ποιος, π.χ. γνώριζε, έξω από δύο
τρεις ιστορικούς της Ιατρικής, τον αρχαίο ιατρό Σωρανό και το έργο
του;».
Η όλη προσπάθεια ξεκίνησε σε μια περίοδο που υπήρξε πτώση
των κλασικών ελληνικών σπουδών. Παρ' όλα αυτά, επειδή εξακολουθεί να
υπάρχει μια ολόκληρη πανεπιστημιακή βιομηχανία στα μεγάλα δυτικά κράτη
γύρω από τις κλασικές σπουδές, εξακολουθούμε να βρίσκουμε ανάμεσα στους
πλέον μεταφρασμένους διεθνώς συγγραφείς στον κόσμο τον Όμηρο, τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.
Ο Χατζόπουλος σ' αυτή τη δύσκολη
περίοδο προσπάθησε να εκδώσει τους «Έλληνες» με στρωτές μεταφράσεις
στα εμπλουτισμένα νέα ελληνικά. Παρά την κρατική αδιαφορία, η σειρά
έδειξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πως μπορεί να περπατήσει. Βέβαια,
χρειάζεται χρόνο και υποδομή. Χρειάζεται χρόνο για να εξοικειωθεί ο
Νεοέλληνας με την Αρχαία Γραμματεία. Nα ξεπεράσει τα φράγματα που του
έστησαν ή που έστησε ο ίδιος απέναντι στο παρελθόν. Χρειάζεται
εκπαιδευτική υποδομή για να δημιουργηθεί το ενδιαφέρον και να θελήσει
να γνωρίσει εκείνους που τόσο συχνά τον κάνουν περήφανο διεθνώς. Και για
τους οποίους συχνά ξέρει από ελάχιστα μέχρι τίποτα. Χρειάζεται
προσπάθεια για να ξεπεράσει τους «προοδευτικούς» εξτρεμισμούς που τον
απέκοψαν άλλοτε για λόγους «διεθνισμού», «διεθνιστικής αλληλεγγύης» και
μισαλλοδοξίας με την ιστορική συνέχεια του. Σήμερα, εποχή φλύαρων
κοσμικών ανιστόρητων μεταμοντέρνων πανεπιστημιακών, οι αρχαίοι
συγγραφείς, έστω και χωρίς βοήθεια, εξακολουθούν να έχουν ακόμα χιλιάδες
αναγνώστες.
Μέχρι το 1991 οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ήταν
άγνωστοι ως σύνολο στη χώρα που έγραψαν και στην εξέλιξη της γλώσσας που
δημιούργησαν. Ακόμα και τα τμήματα κλασικών σπουδών της Ελλάδας δεν
είχαν γνώση του συνολικού έργου τους. Πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος του
έργου τους είχαν μόνο μερικά μεγάλα δυτικά πανεπιστήμια και ορισμένες
μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Συχνά. σπάνια έργα αρχαίων
συγγραφέων αποκρύπτονταν ζηλότυπα. Έτσι. ακόμα και κείμενα που
διασώθηκαν μέσα στο χρόνο έμοιαζαν χαμένα ανάμεσα στη σιωπή και την
απόκρυψη.
Πρόκειται για μια ακραία πραγματικότητα που ανακαλεί
στη μνήμη την υπόθεση από το περίφημο μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου»
του Ουμπέρτο Έκο με το χαμένο βιβλίο του Αριστοτέλη που έκρυβαν οι
μεσαιωνικοί μοναχοί. Μόνον που δεν πρόκειται πια για μια μυθιστορηματική
στιγμή που ανάγεται στο Μεσαίωνα, αλλά για μια πραγματικότητα που
ανάγεται στα όρια του 21ου αιώνα. Ενδεικτικώς αναφέρουμε πως ξένη
ιδιωτική βιβλιοθήκη (αραβική) είχε μέχρι και δικαστική διαμάχη
αναγκάζοντας τον «Κάκτο» στο τέλος να αποσύρει κείμενα του Διόφαντου που
θεωρήθηκε πως της ανήκαν! Άγνοια, δυσκολία πρόσβασης, απόκρυψη, είναι
σημαντικοί λόγοι, που ένα μεγάλο μέρος του έργου των αρχαίων Ελλήνων
έχει βρεθεί στη σιωπή ακόμα και στη χώρα τους.
Μέσα σε αυτό το
αντιφατικό σκηνικό όπου άλλα έργα κυκλοφορούν, διδάσκονται και είναι
πασίγνωστα, εδώ και εκατονταετίες, άλλα μοιάζουν αγνοημένα σε ράφια
δυτικών πανεπιστημίων και άλλα κρύβονται ζηλότυπα σε βιβλιοθήκες,
έρχεται ο Χατζόπουλος και επιχειρεί μια σύνθεση όλων όσων υπάρχουν και
μπορούν να βρεθούν από την αρχαία ελληνική σοφία. Πρόκειται για μια
τεράστια εκδοτική προσπάθεια αν σκεφτεί κανείς πως γίνεται από έναν
ιδιώτη. Και. φυσικά, το κόστος της επένδυσης φτάνει μέχρι σήμερα στο
τεράστιο ποσό των 5 δισ. δρχ. περίπου, ενώ έχει αποφέρει εισπράξεις από
τις πωλήσεις της τάξεως των 2.5 δισ. δρχ.
Οι αριθμοί της επένδυσης
μοιάζουν απίστευτοι. Κι όμως. είναι πραγματικοί αν σκεφτεί κανείς τη
μεγάλη διαφορά αυτής της έκδοσης από κάθε άλλο εκδοτικό εγχείρημα. Για
παράδειγμα, αν για το νεοελληνικό κείμενο χρειάζονται 3-4 διορθώσεις,
για τις διορθώσεις του αρχαίου ελληνικού κειμένου, όπως λέει ο εκδότης,
μερικές φορές έχουν γίνει και 26 διορθώσεις. Ο λόγος είναι πως το αρχαίο
κείμενο έχει περισσές δυσκολίες (πνεύματα, βαρείες και οξείες κ.λπ.).
Το αρχαίο κείμενο χρειάζεται μια μεγάλη υποστηρικτική προσπάθεια από την
ώρα που θα βρεθεί και θα ξεκινήσει η διαδικασία της μετάφρασης, της
επιμέλειας και του σχολιασμού του (πραγματολογικού, ερμηνευτικού κ.λπ.)
μέχρι την ώρα που θα φτάσει στο τυπογραφείο. Δεκάδες άνθρωποι, σύμφωνα
με τα στοιχεία του εκδότη, εργάζονται συστηματικά και επί χρόνια για να
πετύχει το εγχείρημα.
Από τους παραπάνω αριθμούς είναι προφανές πως
το εγχείρημα του Χατζόπουλου ξεπερνά κάθε εκδοτικό προηγούμενο. Οι
αριθμοί που παραθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ξαφνιάζουν. Και είναι
μάλλον απίθανο να ξαναβρεθεί ιδιώτης για να χρηματοδοτήσει από την
τσέπη του έναν τέτοιο εκδοτικό άθλο. Nα. ένας ακόμα σημαντικός λόγος
που η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία δεν έχει περάσει ποτέ ολόκληρη μέχρι
σήμερα στη νέα ελληνική.
Επιπλέον, εκείνο που κάνει το
νεοελληνικό κράτος και τους λειτουργούς του να δείχνουν πολύ λίγο
ενδιαφέρον για τους «Έλληνες» ανάγεται στην έλλειψη παιδείας μιας
κοινωνίας που βγήκε από τα μεσαιωνικά σκότη της Τουρκοκρατίας.
No comments:
Post a Comment