Τον 19ο μ.Χ. αιώνα τα
εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των βαλκανικών λαών κατά της τουρκικής
κατοχής είχαν γίνει συχνότερα και εντονότερα, προμηνύοντας την απώλεια των
ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1830 η Ελλάδα
αναγνωρίσθηκε ως ανεξάρτητο κράτος, με έκταση τη μισή περίπου από τη
σημερινή, αλλά με όραμα την ενσωμάτωση όλων των εδαφών, όπου κατοικούσαν
Έλληνες, και τον ορισμό της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας της Μεγάλης
Ελλάδας. Ανάλογες βλέψεις είχαν επίσης οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, αν και
δεν είχαν αποκτήσει ακόμη ανεξάρτητα μητροπολιτικά κράτη. Μέσα σ’ αυτό το
πολιτικό περιβάλλον το 1847 ο Ο. Άμπελ αμφισβήτησε την ελληνική καταγωγή των
Αργεαδών, στρατεύοντας εφεξής την επιστήμη της ιστορίας στη γεωπολιτική
αντιπαλότητα των Βαλκανίων. Η κίνηση του Άμπελ να αμφισβητήσει την ελληνική
καταγωγή του βασιλικού Οίκου της αρχαίας Μακεδονίας και συνεπώς να στηρίξει
την άποψη ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες, είχε προφανή αξία:
αποδυνάμωνε τις διεκδικήσεις της Ελλάδας επί της Μακεδονίας και υποβοηθούσε
μία πρωτοεμφανιζόμενη τότε πολιτική άποψη, την ύπαρξη ενός «μακεδονικού
έθνους», διαφορετικού από το ελληνικό, το σερβικό, το βουλγαρικό ή το
αλβανικό.
Όμως σε αντίθεση προς τους
πολιτικούς, που έβλεπαν αυτό το «μακεδονικό έθνος», δεν το κατέγραψαν ούτε
τα οθωμανικά αρχεία, ούτε οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες, που
επισκέφθηκαν και εργάσθηκαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Οι δυτικοί
περιηγητές και διπλωμάτες άφησαν πίσω τους μία σειρά από περιγραφές του
τύπου «Η πόλη του Μοναστηρίου (Μπίτολα),
πρωτεύουσα του βιλαετίου του Μοναστηρίου, βρίσκεται περίπου στη μέση της
βουλγαρικής και της ελληνικής περιοχής. Στα βόρεια η πλειοψηφία των
Μακεδόνων είναι Βούλγαροι και στα νότια η πλειοψηφία των Μακεδόνων είναι
Έλληνες». Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του σερ Άρθουρ Ήβανς
που σε επιστολή του στους Times του Λονδίνου την 30 Σεπτεμβρίου 1903,
περιγράφει την διαμάχη για τη Μακεδονία υπέρ της Βουλγαρίας και εις βάρος
της Ελλάδας. Ωστόσο όχι μόνο δεν βρήκε «Μακεδονικό έθνος», αλλά δηλώνει
κατηγορηματικά πως αυτό είναι ένα σφάλμα, που πρέπει να διορθωθεί.
Οι δυτικοί περιηγητές και
διπλωμάτες ανεξάρτητα από το βαλκανικό κράτος, που υποστήριζαν στη
διεκδίκηση της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, είχαν ένα κοινό σημείο: ότι οι
Μακεδόνες ανήκαν σε ένα πλήθος εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων
και ότι δεν αποτελούσαν αυτόνομα αναγνωρίσιμη εθνική και γλωσσική ομάδα. Από
το μωσαϊκό του μακεδονικού πληθυσμού η μόνη εθνότητα, που αν και πολυπληθής
δεν ενδιέφερε κανέναν ήταν οι Τούρκοι, διότι με την κατάρρευση του
Οθωμανικού κράτους αυτοί και οι περισσότεροι άλλοι μουσουλμάνοι επρόκειτο να
εκδιωχθούν από την περιοχή, ενώ οι υπόλοιπες εθνότητες, που θα παρέμεναν,
ήταν Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, πολλοί Εβραίοι (στη Θεσσαλονίκη),
λίγοι Ρουμάνοι, Βλάχοι και Τσιγγάνοι.
Το 1877 με τη συνθήκη του
Αγίου Στεφάνου, η Ρωσία επέβαλε στους Τούρκους την ανεξαρτησία της
Βουλγαρίας, αλλά το 1878 με τη συνθήκη του Βερολίνου ανακόπηκαν οι
πανσλαβιστικές επιδιώξεις της Ρωσίας και η Βουλγαρία περιορίστηκε σε λογική
έκταση. Επίσης ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και οι διεκδικήσεις
επί της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας μπήκαν σε νέα φάση, καθώς οι εκεί
εθνικές ομάδες υποστηρίζονταν από τα αντίστοιχα τρία νεοσύστατα κράτη
(Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία). Το 1897 η Ελλάδα εντελώς ακατανόητα
προκάλεσε πόλεμο με την Τουρκία, ο οποίος με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων
δεν έληξε μεν με απώλεια εδαφών του νεοσύστατου κρατιδίου, υπήρξε δε
πολλαπλά επιζήμιος για την Ελλάδα, ενώ στον Μακεδονικό Αγώνα απέκτησαν
προβάδισμα οι Βούλγαροι.
Κύριο χαρακτηριστικό του
Μακεδονικού Αγώνα ήταν η διμέτωπη μάχη των Ελλήνων και των Βουλγάρων, αφενός
μεταξύ τους και αφετέρου εναντίον των Τούρκων. Στο διάστημα αυτό
εμφανίσθηκαν και μερικές βουλγαρικές οργανώσεις, περισσότερο τρομοκρατικές
παρά απελευθερωτικές. Έτσι, ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος ήταν μία στιγμιαία και
υποχρεωτική υπέρβαση της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης. Μόλις οι τρεις βασικοί
σύμμαχοι, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, έφτασαν στη μοιρασιά των
απελευθερωθέντων εδαφών, βγήκε στην επιφάνεια η προαιώνια ελληνο-βουλγαρική
διαμάχη και ξέσπασε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας,
φυσικά για τα μακεδονικά εδάφη. Με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913-18) οριστικοποιήθηκε το καθεστώς της
Μακεδονίας, με το διαμοιρασμό της ανάμεσα στα παραπάνω τρία βαλκανικά κράτη.
Η Ελλάδα πήρε περίπου το 52% της περιοχής, η Σερβία το 38% και η Βουλγαρία
το 10%.
Στα επόμενα χρόνια ο
κομμουνιστικός διεθνισμός προώθησε τις παλαιότερες ρωσικές πανσλαβιστικές
επιδιώξεις με πιο επιστημονικό και αποτελεσματικό τρόπο. Η σλαβική έξοδος
στο Αιγαίο αποφασίσθηκε ότι περνούσε μέσα από την ύπαρξη μακεδονικού
κράτους, με το ανάλογο έθνος και γλώσσα, γι’ αυτό η Μόσχα απαίτησε να
εργασθούν όλοι οι σύντροφοι προς αυτήν την κατεύθυνση και να συνεισφέρουν οι
Βούλγαροι τη «Μακεδονία του Πιρίν», οι Έλληνες τη «Μακεδονία του Αιγαίου»
και οι Γιουγκοσλάβοι (διάδοχοι πλέον των Σέρβων) τη «Μακεδονία του Βαρδάρη
(Αξιού)». Ευτυχώς η δράση των κομμουνιστών στην Ελλάδα περιορίστηκε στα
χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση του έργου,
που είχαν αναλάβει υπάκουα. Στη Βουλγαρία ο πολύς
Γκεόργκι Δημητρώφ
είχε σοβαρότατες αντιρρήσεις, διότι με αυτό το σχέδιο η Βουλγαρία όχι μόνο
έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε τυχόν διεκδίκηση επί των γιουγκοσλαβικών εδαφών,
όπου κατοικούσαν βουλγαρικής καταγωγής πληθυσμοί, αλλά επιπλέον έπρεπε να
δώσει βουλγαρικά εδάφη και τους Βούλγαρους κατοίκους τους, για να
μετατραπούν σε τμήμα ενός ανύπαρκτου ως τότε κράτους και έθνους. Με το κύρος
του μαχητή, που πρωτοστάτησε στον αγώνα του διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος, και όπως κατέγραψε στα απομνημονεύματά του, ο Δημητρώφ είπε στον
ίδιο τον Στάλιν ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος, για να εισπράξει την
εκπληκτική απάντηση «Ούτε εμείς ήμασταν
βέβαιοι για την ύπαρξη λευκορωσικού έθνους, ώσπου δημιουργήσαμε τη
Λευκορωσία»! Δηλαδή, η συνταγή προέβλεπε να προηγηθεί η δημιουργία
του κράτους και θεωρούσε εξασφαλισμένη την εμφάνιση του έθνους.
Το 1934 λοιπόν η
Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν) διακήρυξε και θεσμοθέτησε την ύπαρξη «επίσημης
μακεδονικής γλώσσας», αλλά η απροθυμία των Βουλγάρων να εκχωρήσουν
μέρος της χώρας τους σε άλλο κράτος και να μετατρέψουν τους εκεί Βούλγαρους
σε ένα άλλο, ανύπαρκτο έθνος, περιόρισε τη σχετική δραστηριότητα στο
γιουγκοσλαβικό έδαφος. Το 1944 διακηρύχθηκε και θεσμοθετήθηκε για δεύτερη
φορά η ύπαρξη «επίσημης μακεδονικής γλώσσας».
Αυτή τη φορά το εγχείρημα τελούσε υπό τον άμεσο έλεγχο της Κεντρικής
Επιτροπής του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δημιουργήθηκαν τα
απαραίτητα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά, όπως αλφάβητο και ορθογραφία. Η
τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία συγκρότησε τρεις επιτροπές γι’ αυτό το σκοπό και το
αποτέλεσμά τους ήταν ότι «σερβοποιήθηκε» η ως τότε καθαρά βουλγαρική
διάλεκτος των Σλάβων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.
Τα πορίσματα των επιτροπών
αυτών, στις οποίες συμμετείχαν και «Μακεδόνες», δημοσιεύθηκαν στον
γιουγκοσλαβικό Τύπο της εποχής εκείνης και αποτελούν την ισχυρότερη ομολογία
ότι τότε χαλκεύθηκε η αποκαλούμενη «μακεδονική γλώσσα». Τα πορίσματα εκείνα
είναι διατυπωμένα με κομμουνιστικό κυνισμό και αντικρούουν όλα όσα
επικαλούνται σήμερα οι «Μακεδόνες» και οι υποστηρικτές τους. Μεταξύ των
άλλων διαβάζουμε ότι η ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας δημιουργήθηκε «χάρη
στις προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος» και «των
στρατευμάτων του διορατικού και αγαπητού μας Στρατάρχη Τίτο».
Για τη διαβόητη «μακεδονική
γλώσσα» λένε ότι «Εμείς οι Μακεδόνες, που ως
τώρα δεν είχαμε δική μας γραμματεία, προσδιορίσαμε τώρα λόγια γλώσσα»
και ότι «πρέπει συνεπώς να θέσουμε τις βάσεις
της ορθογραφίας μας ιδρύοντας μακεδονικό αλφάβητο και μακεδονική λόγια
γλώσσα». Προχώρησαν δε στην κατασκευή γλώσσας μέσω πολιτικής
απόφασης, επειδή «δεν έχουμε χρόνο να
περιμένουμε τη δημιουργία αυτής της γλώσσας από ποιητές, λόγιους και
δημοσιογράφους», «δεν έχουμε το χρόνο
να περιμένουμε την εξέλιξη μερικών διαλέκτων μας σε λόγια γλώσσα». Τα
πορίσματα των παραπάνω επιτροπών προσδιόριζαν ως πρωταρχικό μέλημα το
παιδαγωγικό σύστημα και αναγνώριζαν ότι οι ενήλικες «δεν
θα μάθουν ποτέ τους γραμματικούς κανόνες». Τέλος, επειδή η
«μακεδονική γλώσσα» «δεν έχει σχηματισθεί
ακόμη πλήρως», «καλύτερα να κάνουμε
ένα λάθος στη γραμματική, παρά στην πολιτική»!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας
ακόμη στόχος, που έθεσαν: «Αυτά τα φιλολογικά
στοιχεία πρέπει να συμπληρωθούν με ορισμένα πολιτικά γεγονότα, που επίσης
έχουν επιρροή στην αμφισβήτηση της μακεδονικής γλώσσας». Όσον αφορά
στον μακεδονικό λαό, επισημαίνουν ότι «χρειάζεται
ακόμη να επιβληθεί ως έθνος» λαμβάνοντας υπόψιν «τα
συμφέροντα της Ομοσπονδιακής και Δημοκρατικής Γιουγκοσλαβίας», γι’
αυτό από το 1944 με διαταγή του Κομμουνιστικού Κόμματος οι τοπικές Αρχές
άρχισαν να προσθέτουν την κατάληξη «–σκι» στους βουλγαρόφωνους Σλάβους της
γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας (π.χ. τα Ποπώφ, Μπούτσκωφ και Κοστώφ έγιναν
αντίστοιχα Ποπόφσκι, Μπούτσκοφσκι και Κοστόφσκι). Στους μεν ανηλίκους αυτό
γινόταν αυτόματα κατά την εγγραφή τους στο σχολείο, στους δε ενηλίκους
γίνονταν συστάσεις να το ζητήσουν οι ίδιοι και παράλληλα επιβάλλονταν οι
αυτονόητες πιέσεις και τιμωρίες στους απείθαρχους. Και αυτή η ενέργεια είχε
σκοπό να αλλοιώσει την καταγωγή και τη συνείδησή τους, συγκεκριμένα δε να
απαλείψει τα επώνυμα των κατοίκων, που υποδήλωναν σαφέστατα τη βουλγαρική
καταγωγή τους.
Μετά την αλλοίωση της
γλωσσικής συγγένειας των Σλάβων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας με τους
Βούλγαρους, η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία προχώρησε στην υποκατάσταση της
βουλγαρικής ιστορίας τους με ένα τμήμα της ελληνικής ιστορίας, την αρχαία
μακεδονική. Όπως ήταν αναμενόμενο η Ελλάδα αντέδρασε στη διαστρέβλωση της
ιστορίας και τις συνυφασμένες αλυτρωτικές βλέψεις στην σταλινικής εμπνεύσεως
«Μακεδονία του Αιγαίου». Όσο υπήρχε η Γιουγκοσλαβία, η ομόσπονδη Δημοκρατία
της Μακεδονίας δεν είχε αυτοτελή παρουσία στη διεθνή σκηνή και η Ελλάδα δεν
προέβαινε σε όλες τις τελεσφόρες ενέργειες, πιεζόμενη από τους συμμάχους της
στο ΝΑΤΟ να μη δημιουργήσει προβλήματα τον Τίτο, που στο μεταξύ είχε
αποσκιρτήσει από το Σοβιετικό μπλοκ και έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο
Κίνημα των Αδεσμεύτων. Το 1991 η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε, οι ως τότε
ομόσπονδες Δημοκρατίες αναγνωρίσθηκαν ως ανεξάρτητα κράτη και η Ελλάδα
κλήθηκε να αναγνωρίσει την «Δημοκρατία της Μακεδονίας», δηλαδή να υποστεί
στο ακέραιο το δημιούργημα του κομμουνισμού, από τον οποίο υποτίθεται ότι
την προστάτευε η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ. Το 1993 η νέα αυτή χώρα με τη
σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας έγινε μέλος του ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα «πρώην
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και το 1995 οι δύο χώρες υπέγραψαν
την Ενδιάμεση Συμφωνία, με την οποία η δεύτερη αφαίρεσε από το σύνταγμά της
τις αλυτρωτικές διατάξεις, έπαψε να χρησιμοποιεί ως εθνικό σύμβολο τον
λεγόμενο Ήλιο της Βεργίνας και δεσμεύθηκε να συμφωνήσει με την Ελλάδα από
κοινού αποδεκτή οριστική ονομασία.
Στην πραγματικότητα το
μακεδονικό ζήτημα δεν έχει λυθεί ούτε κατ’ ελάχιστο και παραμένει, ως είχε
πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η δε επιχειρηματολογία με την οποία οι
Σλαβομακεδόνες ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τους αρχαίους Μακεδόνες έχει
ως ακολούθως. Πρώτα απ’ όλα με τη γενική επιχειρηματολογία, που είδαμε
παραπάνω (ἔθνος, γλώσσα, θρησκεία και
συνήθειες των Μακεδόνων), «αποδεικνύουν» ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν
Έλληνες και στη συνέχεια αφήνουν πρακτικά ασυμπλήρωτο ένα κενό περίπου 1.000
ετών, ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα, οπότε οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια.
Τότε οι Μακεδόνες υποτίθεται ότι εγκατέλειψαν την αρχαία γλώσσα τους και
άρχισαν να μιλούν σλαβικά, τη σημερινή «μακεδονική γλώσσα». Γενικά η θεωρία
για τη μη ελληνική καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων αγνοεί το συντριπτικό εις
βάρος της πλήθος των αρχαιολογικών ευρημάτων, επεξεργάζεται στην κλίνη του
Προκρούστη διάφορα φραστικά σχήματα και δεν δίνει κανένα τεκμήριο ή έστω
ένδειξη για το ποια ήταν η γλώσσα, το αλφάβητο ή η θρησκεία τους. Πέρα από
τα υπερηφάνως δημοσιοποιημένα συμπεράσματα των φιλολογικών επιτροπών του
Τίτο, που τεκμηριώνουν αδιάψευστα την χάλκευση της γλώσσας και του έθνους
των Σλαβομακεδόνων, την παραπάνω θεωρία αντικρούει και ένα πλήθος από άλλα
ιστορικά τεκμήρια.
Η τελική φάση αυτής της
θεωρίας, κατά την οποία οι Μακεδόνες εκσλαβίσθηκαν και δημιούργησαν το
σημερινό «μακεδονικό έθνος», είναι εντελώς παιδαριώδης. Υποτίθεται ότι από
τον 6ο μ.Χ. αιώνα οι απόγονοι του αρχαίου βασιλείου της Μακεδονίας για
κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο εγκατέλειψαν τη χρήση της γλώσσας τους, άρχισαν
να μιλάνε σλαβικά, δημιούργησαν μία δική τους παραλλαγή του κυριλλικού
αλφαβήτου και ανέπτυξαν έναν τοπικό, δικό τους σλαβικό πολιτισμό. Το πράγμα
γίνεται ακόμη πιο γελοίο με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι οι δύο ορθόδοξοι
μοναχοί από τη Θεσσαλονίκη, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, δεν ήταν Έλληνες αλλά
«Μακεδόνες», συνεπώς το «μακεδονικό έθνος» είναι αυτό που εκπολίτισε και
εκχριστιάνισε τους (Ορθόδοξους τουλάχιστον) Σλάβους. Πράγματι, οι δύο
μοναχοί είχαν αναλάβει από τον Ελληνορθόδοξο αυτοκράτορα του Βυζαντίου
πολλές αποστολές εκχριστιανισμού των διαφόρων λαών γύρω από τη αυτοκρατορία,
μιλούσαν σλαβικά, μετέφρασαν την Αγία Γραφή στα σλαβικά και εισήγαγαν στους
Σλάβους ένα αλφάβητο, το οποίο ωστόσο μάλλον ήταν το
γλαγολικό
και όχι το λεγόμενο κυριλλικό, που χρησιμοποιούν σήμερα. Αν δεχθούμε ότι οι Μακεδόνες
δεν ήταν Έλληνες και δεν μιλούσαν ελληνικά, προκύπτει κάτι που δεν λέει
ευθέως η θεωρία, αλλά πρέπει υποχρεωτικά να το υποθέσουμε: ότι για κάποιο
μυστηριώδη λόγο εξαφανίσθηκε κάθε ίχνος της αρχαίας γραφής, λογοτεχνίας και
θρησκείας των Μακεδόνων. Εδώ θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί εθνική κάθαρση
των Σλάβων εις βάρος του αρχαίου λαού της περιοχής, αλλά και μόνο οι
φιλολογικές επιτροπές του Τίτο καθιστούν σαφέστατο ότι το σλαβομακεδονικό
έθνος είναι απλώς χαλκευμένο.
Μία άλλη σημαντική
παρατήρηση είναι ότι η θεωρία αυτή επικεντρώνεται στο βαλκανικό έδαφος και
δεν ασχολείται με τα ελληνιστικά βασίλεια της Ασίας και της Αιγύπτου, τα
οποία ήταν μακεδονικά δημιουργήματα, όπως Μακεδόνες ήταν οι βασιλιάδες τους,
οι δυναστείες και η άρχουσα τάξη τους. Στους ελληνιστικούς χρόνους ενώ οι
Μακεδόνες ήταν οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι όλου του γνωστού κόσμου, είχαν
μεγάλη υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και θεωρούσαν προσβολή να ξεχάσουν
τη μητρική τους γλώσσα, άφησαν πίσω τους μόνο ελληνικές επιγραφές. Συνεπώς
είναι ανεξήγητο βάσει της ψευδο-μακεδονικής θεωρίας το ότι δεν άφησαν καμία
απολύτως επιγραφή στη μυθική αυτή «μακεδονική γλώσσα». Καλούμαστε λοιπόν να
πιστέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με το μοναδικό ιστορικό παράδοξο, όπου ένας
κοσμοκράτορας δεν άφησε πουθενά, ούτε στην πατρίδα του ούτε στις χώρες που
κατέκτησε, κανένα απολύτως ίχνος της δικής του γλώσσας, πολιτισμού και
θρησκείας.
Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο
ακατανόητο, αν το βάλουμε στο ακριβές ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Η
δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη θανάτου
της κλασσικής Ελλάδας και τα γνωστά πολιτιστικά κέντρα της έσβησαν από τον
παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη, της Αθήνας μη εξαιρουμένης. Τότε ακριβώς οι
(υποτιθέμενοι αλλοεθνείς των Ελλήνων) Μακεδόνες είχαν τη δυνατότητα να
ξεπεράσουν τον ελληνικό πολιτισμό, όχι ως πράξη κακίας ή αντεκδίκησης, αλλά
ως απόλυτα φυσική συνέπεια, αφού ήταν κοσμοκράτορες και τίποτα δεν τους
εμπόδιζε να εκφράζονται στην (υποτιθέμενη μη ελληνική) γλώσσα τους και να
καλλιεργούν τον (υποτιθέμενο μη ελληνικό) πολιτισμό τους. Όμως αντί γι’ αυτό
βλέπουμε μία έκρηξη του ελληνικού πολιτισμού στις χώρες, που ποτέ στο
παρελθόν δεν είχαν γνωρίσει Έλληνες, και όλα τα πολιτισμικά στοιχεία είναι
ελληνικά, είτε αμιγώς είτε επιρρεασμένα από τους τοπικούς πολιτισμούς, ενώ
δεν έχει ανακαλυφθεί πουθενά κάποιο «μακεδονικό» (δήθεν μη ελληνικό)
στοιχείο. Ούτε ένας από τους πανίσχυρους Μακεδόνες βασιλιάδες της
ελληνιστικής περιόδου δεν έκοψε νόμισμα σε γραφή άλλη από την ελληνική,
εκτός από τη μετάφρασή της στις τοπικές γλώσσες της Ανατολής. Ούτε μία
επιτύμβια ή άλλη στήλη και κανένα βιβλίο δεν γράφηκε σ’ αυτήν τη δήθεν μη
ελληνική και μυστηριώδη «μακεδονική γλώσσα». Ούτε ένας ναός δεν αφιερώθηκε
στη λατρεία κάποιου μακεδονικού (δήθεν μη ελληνικού) θεού και σε όλο το
βασίλειο του Αλεξάνδρου ανασκάπτονται μόνο ναοί ελληνικών ή ανατολικών
θεοτήτων. Δηλαδή, ενώ οι αρχαίοι Μακεδόνες αγαπούσαν τόσο πολύ τη γλώσσα και
τον τρόπο ζωής τους (που υποτίθεται ότι δεν ήταν ελληνικά), δεν άφησαν πίσω
τους τίποτα άλλο παρά την αφοσίωσή τους στον ελληνικό πολιτισμό και γλώσσα.
Λες και είχαν συνωμοτήσει να κρατήσουν αιωνίως μυστικά τα δικά τους
πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τέλος, τους μεγάλους μακεδονικούς πληθυσμούς στα
ελληνιστικά κράτη της Ανατολής οι ντόπιοι τους γνώριζαν ως Έλληνες και
σήμερα σε ορισμένες απ’ αυτές (π.χ. Αίγυπτος και Ισραήλ) υπάρχουν ελληνικές
μειονότητες από την εποχή εκείνη, αλλά πουθενά δεν υπάρχουν ούτε έχει
καταγραφεί ότι υπήρξαν ποτέ «μακεδονικές» μειονότητες.
Εν ολίγοις η θεωρία αυτή
μας ζητά να πιστέψουμε ότι οι Μακεδόνες δεν αφομοιώθηκαν με τους επί 1.500
τουλάχιστον χρόνια γείτονές τους, Έλληνες και Ιλλυριούς, τους οποίους στη
συνέχεια υπέταξαν μαζί με τον υπόλοιπο γνωστό κόσμο, και ότι δεν
αφομοιώθηκαν με τους μεταγενέστερους κατακτητές τους, Ρωμαίους, Βυζαντινούς
(Έλληνες) και Τούρκους, ούτε με τους Βούλγαρους ή τους Σέρβους, που
δημιούργησαν τα ισχυρά και ανεπτυγμένα σλαβικά βασίλεια της περιοχής, αλλά
απλώς και γενικώς εκσλαβίσθηκαν. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μία ακόμη
σοβαρότατη αδυναμία της θεωρίας. Ο διασημότερος από τους θεμελιωτές της
ελληνορθόδοξης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ιουστινιανός Α΄ γεννήθηκε στα
Σκόπια το 482 μ.Χ. και οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν εθνική συγγένεια και με
αυτόν, τον μάλλον Ιλλυριό στην καταγωγή αυτοκράτορα. Με τον φανατισμό και
τον άκριτο σφετερισμό της ιστορίας, όσων γεννήθηκαν στα εδάφη που κατέχουν
σήμερα, προκαλούν οι ίδιοι εμφανέστατες και σοβαρότατες ρωγμές στη θεωρία
τους. Διότι, αν υποθέσουμε ότι ο Ιουστινιανός ήταν «Μακεδόνας», πρέπει να
κάνουμε την πρόσθετη υπόθεση ότι δεν είχε προλάβει να εκσλαβισθεί, επειδή
έζησε (482-565) την περίοδο που πρωτοεμφανίσθηκαν οι Σλάβοι στην περιοχή.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, γιατί οι (δήθεν μη Έλληνες) Μακεδόνες δεν
ενσωματώθηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας το θρόνο κατέλαβε ο
Ιουστινιανός και δημιούργησε μία από τις λαμπρότερες περιόδους του
Βυζαντίου. Η ανάρρηση του ομοεθνούς τους (σύμφωνα με τη θεωρία των ψευδο-Μακεδόνων)
στον θρόνο της πανίσχυρης Βυζαντινής αυτοκρατορίας έπρεπε να τους φέρει ξανά
στην κορυφή του ανατολικού κόσμου, αυτή δε τη φορά και ως θρησκευτικούς
Ηγεμόνες, αφού το Βυζάντιο υπήρξε η μητρόπολη του Χριστιανισμού.
Η προβαλλόμενη ως επιλογή
των (δήθεν μη Ελλήνων) Μακεδόνων να μην ηγηθούν της ελληνορθόδοξης
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά να εκσλαβισθούν χωρίς να αφομοιωθούν με τους
ισχυρούς Σλάβους γείτονές τους, προσκρούει σε ένα ακόμη αξεπέραστο εμπόδιο.
Από τον 9ο ως τον 11ο μ.Χ. αιώνα το σημερινό κράτος των Σκοπίων ήταν το
θέατρο των αγριότερων συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων (Βυζαντινών) και Βουλγάρων.
Στο ίδιο διάστημα, στον ελληνορθόδοξο θρόνο του Βυζαντίου δεν βρισκόταν άλλη
από τη … Μακεδονική Δυναστεία, με σημαντικότερο αυτοκράτορα για τους Έλληνες
και τρομακτικότερο για τους Βούλγαρους τον Βασίλειο Β΄, που για ευνόητους
λόγους πήρε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος. Αν εφαρμόσουμε την ψευδο-μακεδονική
θεωρία σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, προκύπτει μία εικόνα πέρα από κάθε
έννοια λογικής: αφενός μεν η Μακεδονική Δυναστεία κατείχε τον αυτοκρατορικό
θρόνο όλης της ορθόδοξης Ανατολής και συνέτριβε σκληρότατα την απόπειρα
αυτονόμησης του βουλγαρικού βασιλείου, αφετέρου δε οι «Μακεδόνες» συνέχιζαν
τη μετάλλαξή τους σε Σλάβους και ταυτόχρονα αρνούνταν τη συμμετοχή από
θέσεως ισχύος στα θεμελιώδους ιστορικής σημασίας γεγονότα του ανατολικού
ορθόδοξου κόσμου. Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία απολύτως λογική και είναι
εντελώς ακατανόητη για ένα λαό τόσο σημαντικό, τόσο περήφανο και τόσο
φιλόδοξο, όπως οι Μακεδόνες.
Ένα άλλο παράδοξο αυτής της
θεωρίας είναι ότι φέρονται να εκσλαβίσθηκαν οι Μακεδόνες, ο ισχυρότερος λαός
των Βαλκανίων, ενώ (εντελώς ειρωνικά) δεν εκσλαβίσθηκε ο κατά πολύ λιγότερο
σημαντικός λαός των Ιλλυριών, των οποίων οι απόγονοι (Αλβανοί) τείνουν να
γίνουν η κυρίαρχη εθνότητα στο σημερινό ψευδο-μακεδονικό κράτος. Είναι
προφανές ότι απαιτείται βαθύτατη άγνοια της ιστορίας ή τρομερός φανατισμός,
για να δεχθεί κανείς ως λογικά όλα τα παραπάνω. Στην πραγματικότητα
πρόκειται απλώς για την εφαρμογή του πανσλαβιστικού δόγματος, όπως
μεταμφιέσθηκε από όραμα της τσαρικής Ρωσίας αρχικά, σε κομμουνιστικό
διεθνισμό εν συνεχεία και σε διατλαντικό φιλελευθερισμό σήμερα. Οι
πανσλαβιστικές επιδιώξεις αποκαλύπτονται ξεκάθαρα από τους ισχυρισμούς
κάποιων υπέρμαχων της θεωρίας, που προκειμένου να πείσουν ότι εκτός από τους
αρχαίους Μακεδόνες εκσλαβίσθηκαν και όλοι οι άλλοι Έλληνες, επικαλούνται τις
αναφορές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου σε σλαβική διείσδυση μέχρι τα
νοτιότερα σημεία της Πελοποννήσου καθώς και τα σλαβικής προέλευσης τοπωνύμια
στην Ελλάδα. Φυσικά, αναφέρουν τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, όπως θα
ανέφεραν κάποιον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ιστορικό και λόγιο, αποσιωπώντας ότι
πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Ζ΄, τον Πορφυρογέννητο, αυτοκράτορα του
Βυζαντίου και μέλος της…Μακεδονικής Δυναστείας! Αν ακολουθούσε κανείς τους
ψευδο-Μακεδόνες στη γελοιότητα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί αναλογικά ότι
έχουν εξελληνισθεί όσες χώρες διατηρούν ελληνικά τοπωνύμια και (ακόμη
χειρότερα) ελληνικές μειονότητες. Όποιος λοιπόν ακολουθήσει αυτήν την
προέκταση της θεωρίας και δεν αισθανθεί γελοίος, μπορεί κάλλιστα να
ισχυρισθεί ότι έχουν εξελληνισθεί οι Ουκρανοί, οι Γεωργιανοί, ακόμη και …οι
Τούρκοι!
Η αλήθεια είναι ότι οι
κάτοικοι της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, γνωρίζουν
πολύ καλά ότι είναι Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής και παρά τα όσα
ισχυρίζονται δεν αισθάνονται να έχουν καμία απολύτως σχέση με τους αρχαίους
Μακεδόνες. Γι’ αυτό δεν έχουν διατηρήσει κανένα από τα αρχαία ονόματα και
τοπωνύμια των δήθεν προγόνων τους, όπως ακριβώς κάνουν όσοι θέλουν να
ξεχαστεί ο,τιδήποτε θυμίζει τους προηγούμενους κατοίκους της χώρας τους. Τα
μόνα αρχαία μακεδονικά ονόματα, που χρησιμοποιούν είναι, είτε αυτά που
χρησιμοποιούνται διεθνώς (π.χ. Φίλιππος, Αλέξανδρος) είτε κάποιων Αγίων,
κοινών σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ανεξάρτητα από εθνικότητα και
γλώσσα (π.χ. Δημήτριος, Θεόδωρος, Νικόλαος κλπ). Αντίθετα οι σύγχρονοι
Έλληνες διατήρησαν τα αρχαία μακεδονικά ονόματα και τοπωνύμια με την
επιμέλεια, που δείχνουν όλοι οι λαοί στη διαφύλαξη της δικής τους
πολιτισμικής κληρονομιάς. Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις τον Δεκέμβριο του
2004 και μετά την απογοήτευση από την προβολή της ταινίας του Ο. Στόουν
«Αλέξανδρος», η οποία δεν συμμερίζεται τη θεωρία τους, το Δημοτικό Συμβούλιο
των Σκοπίων αποφάσισε να ανεγείρει ανδριάντες του Φιλίππου, του Αλεξάνδρου
και του Ιουστινιανού. Φυσικά, οι ψευδο-Μακεδόνες αρνούνται κατηγορηματικά να
σφετερισθούν και τη Μακεδονική Δυναστεία του Βυζαντίου, διότι αν και πέρασαν
ήδη 1.000 χρόνια, η ανάμνηση του Βουλγαροκτόνου εξακολουθεί να τους είναι
οδυνηρή.
Όσο για το επιχείρημα ότι
οι συγκεκριμένοι σλαβικοί πληθυσμοί δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως
Μακεδόνες, αφού ζουν σε εδάφη, που ανήκουν στο αρχαίο βασίλειο της
Μακεδονίας, εκτός από ότι αποτελεί την αφετηρία μίας σειράς διεκδικήσεων,
είναι και λάθος. Άλλως θα περιμέναμε τους μη αυτόχθονες κατοίκους των ΗΠΑ να
αυτοπροσδιορίζονται γενικά ως Ινδιάνοι ή ειδικά ως Απάτσι ή Νάβαχο, της
Αυστραλίας ως Αβορίγινες, της Ν. Ζηλανδίας ως Μαορί, της Κεντρικής Αμερικής
ως Μάγιας ή Αζτέκοι και της Νοτίου Αμερικής ως Ίνκας.
Μεταξύ της Ελλάδας και της
ΠΓΔΜ αυτή τη στιγμή εμφανίζεται να υπάρχει μόνο μία διπλωματική εκκρεμότητα,
δηλαδή η συμφωνία στα πλαίσια του ΟΗΕ για το οριστικό όνομα της νέας
βαλκανικής χώρας. Ορθότερο θα ήταν να ονομασθεί Σλαβομακεδονία, όνομα που θα
συνδύαζε με ακρίβεια την ομοεθνία και τη γεωγραφική περιοχή την οποία
καταλαμβάνει, αλλά τη λύση αυτή δεν αποδέχονται οι Αλβανοί, που αποτελούν
σχεδόν τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα του κράτους αυτού. Φοβούνται δικαίως ότι
θα επικυρώσουν με αυτό τον τρόπο την σλαβική επικυριαρχία σε εδάφη τα οποία
κατοικούν πολλούς αιώνες πριν από τους Σλάβους. Η ονομασία «Γκόρνα
Μακεντόνια» θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός, σύμφωνα με τον πρώην
αντιπρόεδρο της γειτονικής χώρας και πρόεδρο του κόμματος «Δημοκρατική
Αλτερνατίβα», Βασίλ Τοπουρκόφσκι. Στον ραδιοφωνικό σταθμό «Άλφα» εξήγησε
μιλώντας πολύ καλά ελληνικά: «Γκόρνα
Μακεντόνια είναι ιστορικό όνομα. Εγώ έγραψα τέσσερα βιβλία για τον Αλέξανδρο
και τον Φίλιππο και είναι το όνομα της χώρας όπου ζούσαν. Αυτή είναι η
Ιστορία του κόσμου που ζούσε εδώ, στη βόρεια Μακεδονία. Η Θεσσαλονίκη είναι
η Κάτω Μακεδονία. Εμείς ζούμε στην Άνω Μακεδονία, τη βόρεια Μακεδονία, αυτή
είναι η αλήθεια».
Είναι προφανές ότι η Άνω
και η Κάτω Μακεδονία συντηρούν ακέραιες τις βλέψεις των ψευδο-Μακεδόνων και
ότι το κράτος τους θα συνεχίσει να αποτελεί πραγματικό ή εν δυνάμει μοχλό
στρατηγικής ή διπλωματικής πίεσης της Ελλάδας από τρίτες χώρες. Επιπλέον για
την παγκόσμια Κοινή Γνώμη θα έχουν τον ίδιο αντίκτυπο, που έχει η ύπαρξη της
Βόρειας και της Νότιας Κορέας, και πολλοί θα επιδιώξουν καλοπροαίρετα ή όχι
την επανένωση του «διαιρεμένου έθνους» στα πρότυπα της Ανατολικής και της
Δυτικής Γερμανίας. Η «Ορεινή Μακεδονία» είναι καθαρά γεωγραφικός όρος και
δεν έχει καμία ιστορική ή άλλη φόρτιση, άρα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
ονομασία του συγκεκριμένου κράτους. Βέβαια, το όνομα αυτού του κράτους δεν
είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου και το πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα
είναι το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας αυτής, το οποίο αναπαράγει
συστηματικά την «εθνική ταυτότητα των Μακεδόνων», όπως την προσδιορίζει η
σχετική θεωρία. Ενδεικτικότατο για τις προθέσεις των ψευδο-Μακεδόνων είναι
το γεγονός ότι ο Τοπουρκόφσκι θεωρεί το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας ως
ιστορική κληρονομιά των Σλαβομακεδόνων και όχι των Ελλήνων, γι’ αυτό και
μετέφρασε ως «Άνω Μακεδονία» τον σλαβικό όρο «Γκόρνα Μακεντόνια», που στην
πραγματικότητα σημαίνει «Ορεινή Μακεδονία».
πηγη
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/A2gr.htm